Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΜΙΑ... "ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ" ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ!

Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα ένα χειμωνιάτικο αλλά ζεστό μεσημεράκι, στην Πλατεία Κύπρου της Καλλιθέας -την παλιά γειτονιά της γιαγιάς της Δέσποινας- όταν ακόμη έμενα στο σπίτι της, στα μέσα του Δεκέμβρη του 2011. Βασίζεται σε πραγματικά ανθρωπολογικά στοιχεία των guaraní, και τo έστειλα στη Δανάη -την 11χρονη κόρη μου- που ακόμη βρισκόταν στην Κόστα Ρίκα. Σου το αφιερώνω γιατί βραβεύτηκες από τον Υπουργό Παιδείας της Costa Rica κο. Leonardo Garnier Rímolo, ως η καλύτερη μαθήτρια της χώρας!!! Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να είμαι δίπλα σου εκείνη τη στιγμή. Άσχημες εποχές... Ελπίζω να περάσει σύντομα το κακό. (Τρίτη και 13 Δεκεμβρίου του 2011)


ΠΑΠΑΓΑΛΙΣΤΙΚΑ

Κάποτε, ζούσε στο Τροπικό Δάσος των Μαϊμούδων μία φυλή ιθαγενών. Είχαν ένα παράξενο όνομα: λέγονταν porangüé karaí, που σημαίνει: «Οι Κύριοι της Γλώσσας». Η φυλή τους ήταν η μικρότερη του κόσμου. Είχε μόνον 20 ανθρώπους: 10 γυναίκες και 10 άντρες. Η γλώσσα τους είχε κι εκείνη ένα περίεργο όνομα: λεγόταν yvyra ñe’ ery, που σημαίνει: «Ρέει ο Λόγος από τα Δέντρα». Και βέβαια, με τη λέξη “Λόγος” εννοούσαν δύο πράγματα: την Oμιλία, αλλά και τη Λογική. Αυτές ήταν δύο έννοιες, που η μία πάντα συνόδευε την άλλη. Εκείνοι οι ιθαγενείς δεν είχαν θρησκεία, όμως τους άρεσε να πιστεύουν ότι όταν έβρεχε, οι σταγόνες που έπεφταν από τα δέντρα περνούσαν μέσα από τα ολόισια, κατάμαυρα μαλλιά τους –σαν μοντέρνα καλαμάκια- και γέμιζαν το μυαλό τους με λέξεις. Κάθε σταγόνα και μια λέξη! Πίστευαν ότι όταν μύριζαν ένα λουλούδι, γέμιζαν τα πνευμόνια τους με τον αέρα που δίνει στις λέξεις την κίνηση για να φεύγουν από το στόμα τους πετώντας –σαν μπλε πεταλούδες. Κάθε λέξη και μία αίσθηση! Λευκές ορχιδέες guarias για τα ρήματα, μοβ λουλούδια του πουλιού colibrí για τα ουσιαστικά, ροζ λουλούδια chiras της μπανανιάς για τα επίθετα, που αρωματίζουν τα ουσιαστικά, και θαλασσιά «μη-με-λησμόνει», που σημαίνει: “μη με ξεχνάς”, για τα επιρρήματα. Κι όταν έτρωγαν φρούτα, πίστευαν ότι ο χυμός τους κυλούσε, έρεε μέσα στο σώμα τους κι έβαζε τις λέξεις και τη γραμματική σε μία μελωδική σειρά, που λέγεται συντακτικό: Πορτοκαλί maracuyás (τα φρούτα της αγάπης) για τα αντικείμενα –δηλαδή τα πράγματα- και πράσινα mangos για τα υποκείμενα - δηλαδή τους ανθρώπους. Αυτήν τη γλώσσα, που δημιουργούσαν οι μουσικές νότες της βροχής πάνω στα φύλλα, δίδασκαν στα παιδιά τους. Κι εκείνα μάθαιναν με τον πιο φυσικό τρόπο το ρυθμό και τον επιτονισμό της γλώσσας με τα ποικίλα τονικά ύψη. Σε αυτήν τη γλώσσα έλεγαν τα morangú, δηλαδή τα παραμύθια τους. Όμως, δεν μπορούσαν να τα γράψουν, γιατί δεν είχαν γράμματα. Τα ζωγράφιζαν, βέβαια, στις σπηλιές τους, με κόκκινες, κίτρινες και μαύρες γραμμές, αλλά τα χρώματα εκείνα δεν είχαν ήχους… Είχαν, όμως, αρμονία. Μία αρμονία που δημιουργούσε ένα είδος εικονικής μουσικής.... Μία ορχήστρα των χρωμάτων.

Μια μέρα, ήρθε ξαφνικά μία εχθρική φυλή από την άλλη πλευρά του δάσους, που το έλεγαν: «Άλλη Πλευρά» και όλοι το φοβόταν, γιατί τους ήταν άγνωστο. Τ’ όνομά τους ήταν mburumbichá, που σημαίνει: «Οι Κακοί Ιερείς». Αυτοί μιλούσαν άλλη γλώσσα, και γι’ αυτό κήρυξαν πόλεμο στους ιθαγενείς, σκοτώνοντάς τους όλους. Η γλώσσα τους πέθανε κι εκείνη μαζί τους. Κανείς δεν τη μιλούσε πια. Δεν ακουγόταν πλέον στο δάσος. Και η βροχή από τα δέντρα είχε γίνει σκέτο νερό, χωρίς ήχους, χωρίς λέξεις, χωρίς μελωδία. Οι άνθρωποι, από karaí, είχαν γίνει a-karaí, δηλαδή «πρώην άνθρωποι», και η γλώσσα τους, από porangüé, είχε γίνει a-porangüé, δηλαδή «πρώην γλώσσα». Τα παραμύθια τους, από morangú, είχαν γίνει a-morangú, δηλαδή «πρώην παραμύθια», ενώ τα λουλούδια και τα φρούτα δεν είχαν πια ονόματα. Και τα φύλλα του δάσους δεν έπαιζαν πλέον μουσικές νότες, παρά έβγαζαν μόνον έναν μονότονο ήχο... Τα τύμπανα από μπανανόφυλλα δεν ηχούσαν πια. Ούτε τα φλάουτα από τα λεπτά κλαδιά, όπου κάθονταν τα κόκκκινα βατραχάκια που εκσφενδονίζονταν σαν βέλη...

Μετά από πολλά χρόνια, ένας επιστήμονας με ξανθιά μαλλιά σαν άχυρο –Humboldt ήταν τ’ όνομά του- ήρθε από μια χώρα μακρινή, όπου έκανε συνέχεια κρύο. Ήρθε για να μελετήσει την τροπική ζούγκλα. Το πρώτο πράγμα που επισκέφτηκε ήταν η σπηλιά των μελωδικών χρωμάτων της γλώσσας. Παρατήρησε οτι οι σχεδιασμένοι άνθρωποι, τα ζώα και τ' άλλα σχήματα στους βράχους, παρ' όλο που ήταν ακινητοποιημένα, πετρωμένα, στα μάτια του κινούνταν σαν κινηματογραφική ταινία! Οι άνθρωποι χόρευαν παραδοσιακούς χορούς, τραγουδώντας στη γλώσσα που ρέει από τα δέντρα, τα ζώα έτρεχαν να σωθούν από τους κυνηγούς με τα τὀξα, ενώ παράξενα αντικείμενα -άλλα σαν άστρα, κι άλλα σαν ιπτάμενοι δίσκοι εξωγήινων-κοσμούσαν τον ουρανό της σπηλιάς! Μία ολόκληρη ιστορία αιώνων των Κυρίων της Γλώσσας με εικονογράμματα! Όταν βγήκε μαγεμένος απ' τη σπηλιά, ανακάλυψε ανάμεσα στα δέντρα ceiba, κάποιους παπαγάλους με πολύχρωμα φτερά: lapas λεγόταν οι μπλε, guacamayas οι κόκκινοι και loras οι πράσινοι. Είχαν και θαλασσιά μωράκια, που λεγόταν loritos! Παρατήρησε, λοιπόν, ο Humboldt, ότι εκείνοι οι παπαγάλοι μιλούσαν μία παράξενη γλώσσα, που ακουγόταν σαν βροχή που πέφτει από τα κλαδιά των δέντρων! Την είχαν μάθει ακούγοντας τους ινδιάνους πρίν από τον πόλεμο, όταν εκείνοι ακόμη ζούσαν. Αποφάσισε τότε, να καταγράψει τους ήχους εκείνης της γλώσσας, με τα γράμματα της δικής του. Ήταν εκείνος ο πρώτος γλωσσολόγος, και οι παπαγάλοι ήταν εκείνοι που έσωσαν τη γλώσσα της χαμένης φυλής από τον πόλεμο, και ο Humboldt, ακούγοντάς την, έτρεμε και ανατρίχιαζε απ’ την συγκίνηση, ακόμη κι αν αυτά ήταν… παπαγαλίστικα! Κατάλαβε οτι οι γλώσσες, τελικά, δεν πεθαίνουν, αλλά κοιμούνται για λίγο. Αρκεί κάποιος, έστω κι ένας, να τις θέλει, να τις αγαπά, για να ξαναζωντανέψουν.Κι έτσι, έγινε τότε ο Humboldt ένας porangüé karaí –ένας «Κύριος της Γλώσσας», γιατί όποιος μιλάει μία γλώσσα, σκέφτεται σαν το λαό που την έφτιαξε.

Αυτή είναι, Eréndira μου, η Λατινική Αμερική που γνώρισα. Μέσ’ απ’ αυτήν σε παρέδωσα στο φως. Te di a luz, όπως λέμε στα ισπανικά. Άλλα ονειρεύτηκα κι άλλα συνάντησα. Απομυθοποίηση. Αλλά κι εδώ, στην Ελλάδα, τώρα πια, δεν πάμε καλύτερα. Γι’ αυτό δεν ήθελα να έρθουν εξ’ αιτίας μου κι άλλες ψυχές στη ζωή. Γιατί, όπως λέει ο Schopenhauer, «η παιδική ηλικία είναι η απολεσθείσα Εδέμ». Όμως, ήρθες. Συνειδητά. Γιατί είναι δικαίωμα Εκείνης. Ελπίζω, μέσ’ από ‘σένα, να φανεί ένας δρόμος, ένας κόσμος πιο φωτεινός. Το προαίσθημά μου είναι αρνητικό. Πάντα ήμουν πεσιμιστής. Όμως, Εκείνη, αφήνει μία πόρτα μισάνοιχτη στην ελπίδα. Σ’ εσένα.
Tata

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου